- ἀνταμύνεσθαι
- ἀνταμύ̱νεσθαι , ἀνταμύνομαιdefend oneself against anotherpres inf mpἀνταμύ̱νεσθαι , ἀνταμύνομαιdefend oneself against anotherpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.